ρουμανίζω

ρουμανίζω
ρωμανίζω, ΝΜ
κλείνω με τον σύρτη τής πόρτας, αμπαρώνω
νεοελλ.
ασπάζομαι και υιοθετώ τις ρουμανικές αντιλήψεις για ένα θέμα ή διάκειμαι ευμενώς προς τους Ρουμάνους, παίρνω το μέρος τών Ρουμάνων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”